Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2009--ΛΑΒΑΜΕ...ΣΧΟΛΙΑ..ΚΑΙ ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΧΑΡΑ ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΥΜΕ!!!

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ Η ΧΑΡH
Δεν υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους

Ο. Ελύτης
Ας σκεφτούμε ότι περπατάμε σε μια μεγαλούπολη χωρίς να βιαζόμαστε, στην Αθήνα ας πούμε, και ότι ανάμεσα στις ομοιόμορφες πολυκατοικίες ανακαλύπτουμε κάτι που σίγουρα το έχουμε δει άπειρες φορές, χωρίς όμως να το έχουμε ποτέ μας προσέξει: ένα ερείπιο, ένα μεταλλικό γλυπτό με τη μορφή ενός φανταστικού αρπακτικού πουλιού πάνω από το κεφάλι μας, ή μια εντοιχισμένη ντουλάπα με ένα ξεχασμένο παντελόνι μέσα, να χάσκει τρεις ορόφους ψηλότερα, απομεινάρι μιας από καιρό κατεδαφισμένης πολυκατοικίας. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην αισθανθεί κανείς έστω ευφορία. Την ίδια θετική εντύπωση μας αφήνει κάθε τι απροσδόκητο, είτε είναι μαργαρίτα που φυτρώνει ανάμεσα στα πεζούλια του πεζοδρομίου, είτε ένα χρωματιστό φόρεμα ανάμεσα σε γκρίζα κοστούμια. Η έκπληξη, τις περισσότερες φορές η ευχαρίστησή μας, είναι δεδομένη, κι αυτό επειδή κάθε διαφορά (ή εκείνο που οι φιλόσοφοι ονομάζουν «διαφωρά»), κάθε παραλλαγή και παρέκκλιση από τον δεδομένο κανόνα που επιδιώκει την ομοιογένεια, κάθε εξαίρεση στην ομοιομορφία είναι τελικά μια προσομοίωση ζωτικότητας, αν όχι της ζωής. Υπάρχει στη φύση μια δύναμη που προσπαθεί να εξισώσει τα πράγματα, είτε είναι αυτό που οι φυσικοί ονομάζουν όσμωση, είτε είναι το κύμα που προσπαθεί να ισοπεδώσει τα κάστρα και τα λιμάνια που φτιάχνω με τα παιδιά μου στα Περούλια, για να τα εξομοιώσει με την υπόλοιπη αμμουδιά και να τα εξουδετερώσει. Το κάστρο στην άμμο είναι η εξαίρεση στη λεία και ομοιόμορφη αμμουδιά, και γι’ αυτό μια παρομοίωση ζωής.
Την αποθέωση της ανυπακοής στην ομοιομορφία εγώ τη βρίσκω στη γλώσσα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα συνώνυμα: δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς από στρουκτουραλιστική γλωσσολογία για να ξέρει κάτι το πολύ απλό, ότι δηλαδή δεν υπάρχουν. Μονοπάτι, δημοσιά, καλντερίμι, σοκάκι, και κανένα τους δεν σημαίνει δρόμος ή δρομάκι· στενοχώρια, σαράκι, θλίψη, ντέρτι, καημός, νταλκάς, σεβντάς, σεκλέτι, ερωτική απογοήτευση, όλα αυτά τα κομμάτια γλώσσας είναι τόσο ίδια μεταξύ τους, όσο και ο πύργος της αστυνομίας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας στην Αθήνα με το σπίτι του παππού μου στο Χωματερό. Αν μαθαίνοντας κανείς ελληνικά σκοντάψει στη λέξη σοκάκι, θα ανατρέξει στο λεξικό: πολύ μικρός και στενός δρόμος, θα του πει το λεξικό Τριανταφυλλίδη. Αυτό που θα βρει στο λεξικό είναι το όνομα, όμως ο στενός δρόμος είναι ένα πράγμα, και το σοκάκι άλλο. Αυτήν την ποίηση που έχει το σοκάκι και τη διαφορά του σε σχέση με το υποτιθέμενο συνώνυμό του και τον λεξικολογικό ορισμό του, το δρομάκι, την παρομοιάζω με τη μαργαρίτα στις πλάκες του πεζοδρομίου. Είναι κάτι ξεχωριστό, κάτι σαν δώρο, που μας χαρίζεται για να μας θυμίζει ότι υπάρχουν παντού διαφορές και ανομοιομορφίες, όμορφες ανυπακοές ως προς το όνομα. Ας ονομάσουμε λοιπόν χάρη την όμορφη ανυπακοή στο όνομα. Δρομάκι το όνομα, σοκάκι η χάρη.
«Is this the right way to Foinikous?» Ωραία, αυτοί είναι ξένοι, είδαν λίγα χιλιόμετρα πριν την πινακίδα: Foinikous έγραφε, Foinikous λένε κι αυτοί Τόσα ξέρουν, τόσα λένε. «Yes, straight ahead». «Για Νέα Κορώνη καλά πάμε;» Και αυτοί ξένοι, κι ας μιλάνε ελληνικά. «Όλο ευθεία». Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι ξέρουν τα ονόματα των χωριών, με τη διαφορά ότι οι δεύτεροι έχουν καλύτερη προφορά και ξέρουν και να τα κλίνουν, οι δεύτεροι θα έλεγαν τουλάχιστον Φοινικούντα. Είναι σαν κι αυτούς που ανοίγουν το λεξικό και βρίσκουν τη σημασία του ονόματος. Σοκάκι=Δρομάκι. Και το όνομα του χωριού είναι όντως Νέα Κορώνη. Αλλά η χάρη του είναι άλλη: Καντιάνικα.
Το νεοελληνικό κράτος έχει μια ιστορία εκατόν ογδόντα ετών. Όμως, παρά το σεβαστό της ηλικίας του, φαίνεται ότι δεν έχει απαλλαγεί από αντανακλαστικά πρωτόγονων στην κυριολεξία φόβων. Κι επειδή φαίνεται ότι πολλοί φοβήθηκαν, άλλαξαν τα ονόματα στα κουδούνια, για σιγουριά: οπότε το Τζαΐζι έγινε Υάμεια, του Σαρατσά έγινε Χρυσοκελλαριά, η Ταβέρνα έγινε Φοινικούντα, του Γρύζη έγινε Ακριτοχώρι, οι Πανιάρες έγιναν Φαλάνθη, του Ρουμούσταφα έγινε Αδριανή, η Καντήρογλη έγινε Ποταμιά, η Τουρκόβρυση έγινε Κρυονέρι και η Τζαφέρογλη Ασσίνη, για να πάρουμε και κάτι από Σεφέρη. Ο φόβος όμως, αντίθετα με την προσοχή, είναι σχεδόν πάντοτε κακός σύμβουλος. Στην περίπτωσή μας, έχει βαλθεί να επιβάλει τα νέα, γυαλιστερά και ελληνοπρεπή ονόματα οπουδήποτε φαίνεται να φυτρώνουν εξαιρέσεις. Και να τους αφαιρέσει τη χάρη. Όνομα: Μικρολίμανο. Χάρη: Τουρκολίμανο. Όνομα: Λιμάνι Ζέας. Χάρη: Πασαλιμάνι. Όνομα: Αττικό Άλσος. Χάρη: Τουρκοβούνια. Το Γεντί Κουλέ δεν ξέρω πώς ονομάζεται.
Το όνομα το γράφει το λεξικό ή ο χάρτης, τη χάρη την ξέρει ο ντόπιος ή ο φυσικός ομιλητής. Και ο ντόπιος δεν θα ρωτούσε αν πηγαίνει καλά για τη Νέα Κορώνη, θα ρωτούσε αν πηγαίνει καλά για τα Καντιάνικα (δηλαδή δεν θα ρωτούσε, γιατί θα το ήξερε, και αν ρωτούσε, θα τον έστελνα από του Καλογερά, για πιο γρήγορα, και όχι από το Χαρακοποιό, για καψόνι). Δεν θα χρησιμοποιούσε το όνομα του χωριού, αλλά τη χάρη του. Η οποία μπορεί και επιβάλλεται με ανάλαφρη ευκολία όταν χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα κάπως ειδικότερα: οι συγγενείς μας δεν είναι Φαλανθαίοι, είναι Πανιαραίοι. Οι ελιές δεν είναι Χρυσοκελλαραίες, είναι Σαρατσώτικες. Τα ψάρια δεν είναι Φοινικούντεια, είναι Ταβερναίικα. Γιατί η φυσική γλώσσα τείνει προς την ανυπακοή, τουλάχιστον όταν είναι όμορφη, και χρησιμοποιεί όχι το όνομα, αλλά τη χάρη.
Και το Χωματερό που ήταν πάντοτε Χωματερό; Είναι άχαρο; Και αν όχι, που είναι η χάρη του;
Ας κοιτάξουμε λοιπόν καλύτερα. Και αφού δεν βρίσκουμε κάτι ενδιαφέρον στην πινακίδα, ας πάμε στους κατοίκους του:
Ο μακαρίτης αδερφός του παππού μου που είχε το καφενείο λεγόταν Θανάσης Κοσμάς. Έτσι θα τον έψαχνε ο ταχυδρόμος. Οι υπόλοιποι θα γυρεύαμε τον Μουτσοθανάση ή θα πηγαίναμε για στραγάλια στον Μπαρμπασούλη. Ο αδερφός του, ο παππούς μου, είχε κι εκείνος το οικογενειακό πρόθεμα ως χάρη, Μουτσοκώστας, και την προσωπική, Καραβίδας. Για μπαρούτι και φυτίλι για τα βαρελότα το Πάσχα δεν πηγαίναμε στον Γιάννη Κωστολιά, πηγαίναμε στον Μπαρμπαγιαγκούλα. Απέναντί μας δεν μένει ο Χρήστος και ο Θοδωρής Θοδωρακόπουλος, αλλά ο Χρήστος ο Κομήτης και ο Ρόκος. Στο πρώην καφενείο του Μπαρμπασούλη και νυν Στέκι της Ελένης δεν αγορεύουν ο Τάκης Κυριόπουλος και ο Παναγιώτης (Πίτας) Κατσίβας, αλλά ο Μπαλασκάκος και ο Κληρονόμος. Στο ίδιο καφενείο έπιασα μια σύντομη κουβέντα όχι με τον Κώστα Μουτζούρη, αλλά με τον Κώστα τον Χαζοκούμπαρο, που όμως παλιότερα καθόταν στο καφενείο όχι του Μπαρμπατερτίπη, αλλά στου Μπέη. Το Χρυσό Μπουζούκι του χωριού δεν είναι ο Γιάννης Κατσίβας, αλλά ο Μπατσινίλας και ο πατέρας του δεν είναι ο Τάκης Κατσίβας, αλλά ο Μπλεμενάκος· και ο θείος μου Δημήτρης Κοσμάς, που δεν τον βλέπουμε συχνά επειδή πηγαίνει στη Χίο, είναι ο Χασαπάκος. Από τα μητρώα κρύβονται πολύ περισσότερες χάρες του Χωματερού: ο Προκομμένος, ο Μαρκάλλης, ο Κούκλος, η Κούκλα και τα Κουκλάκια, ο Μπουζάκος, ο Φατσούλας, η Τζούλια, ο Ρέμπελος, ο Ταψής, ο Κουρτσαούσης. Για τους γείτονές μας προς δυσμάς δεν ήμουν ποτέ σίγουρος αν το Κούκος είναι όνομα ή χάρη. Επίσης, όσο κι αν ρώτησα, δεν βρήκα τη χάρη του θείου μου και προέδρου του Συλλόγου του χωριού, Διονύση (Νιόνιου) Κοσμά, που μου ζήτησε «να γράψω κάτι για το χωριό». Φαίνεται ότι θα έχει κρυφές χάρες.
Όπως και το Χωματερό.

Κώστας Κοσμάς (ή Καραβιδάκι ή Κομπόστας)
Βερολίνο, Αύγουστος 2009




Y.Γ. Κώστα σ΄ευχαριστούμε για το χρόνο που αφιέρωσες για μας και για τα εύστοχα σχόλιά σου!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου